βόμβα

βόμβα
Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό είτε μετά από κρούση είτε κατόπιν εξωτερικής επίδρασης. Υπό τη γενική αυτή έννοια β. θεωρούνται και οι νάρκες και οι βομβίδες. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των β. είναι η μικρή ταχύτητα βολής, το μικρό βάρος του υλικού γόμωσης σε σχέση με το συνολικό βάρος και η ανυπαρξία περιστροφικής κίνησης για τον επιμήκη άξονά της. Στις περιπτώσεις που είναι απαραίτητο (βολή από αεροσκάφος), η τροχιά της β. σταθεροποιείται με καθοδηγητικά πτερύγια κατάλληλα προσαρμοσμένα πάνω σε αυτή. Στις συνήθεις β., δηλαδή σε αυτές που δεν λειτουργούν με πυρηνικές αντιδράσεις, η έκρηξη είναι αποτέλεσμα μοριακών χημικών αντιδράσεων. Κατασκευάζονται σε μεγάλο αριθμό και σε ποικιλία τύπων, με βάρος που κυμαίνεται από λίγες εκατοντάδες γραμμάρια έως μερικούς τόνους. Έχουμε έτσι τις μικρές χειροβομβίδες, οι οποίες με την κατάλληλη διάταξη μπορούν να εκτοξευτούν ακόμα και από ένα όπλο (οπλοβομβίδες), τις προτοποθετούμενες β. ή νάρκες (ξηράς και θάλασσας), τα βλήματα όλμων διαφόρων τύπων, τις β. πτώσης, που ρίχνονται από αεροπλάνα, τις β. βυθού κ.ά. Από τη β. πτώσης επινοήθηκε, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η β.-πύραυλος ή ρουκέτα. Το βλήμα αυτό φέρει έναν προωθητήρα αντίδρασης, ο οποίος αυξάνει την ταχύτητα και συνεπώς την ενέργεια κρούσης, μειώνει τη διάρκεια της τροχιάς και αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας. Έχουμε έτσι, με πολύ μικρότερο σφάλμα, τα αποτελέσματα που επιδιώκουμε με τη βολή κρούσης. Ανάλογα με την ενέργεια και τα αποτελέσματά τους, οι β. μπορούν να διακριθούν σε εκρηκτικές, με ελαφρύ περίβλημα και επιφανειακή έκρηξη στον στόχο· διατρητικές, που χρησιμοποιούνται εναντίον προστατευτικών μέσων και οχυρών γιατί διατρυπούν το οχύρωμα και η έκρηξή τους γίνεται πέρα από αυτό· επίσης, με κοίλη γόμωση, που με την έκρηξή τους διατρυπούν τη θωρακισμένη επιφάνεια του στόχου, ενώ η παραβολοειδής κοιλότητα της γόμωσης δημιουργεί μια ταυτόχρονη υπέρθεση εκρηκτικών κυμάτων, τα οποία, καθώς συγκεντρώνονται στο πρόσθιο μέρος, λιώνουν το μέταλλο, διατρυπούν τον στόχο και εισχωρούν· εμπρηστικές, με γόμωση από εύφλεκτες ουσίες (ναπάλμ, λευκός φώσφορος, θερμίτης κλπ.)· δακρυγόνες, ασφυξιογόνες κλπ., με πολεμικές χημικές ουσίες που προορίζονται εναντίον ζώντων οργανισμών· μη καταποντιζόμενες, οι οποίες ρίπτονται από αεροπλάνα ή πλοία (με πυροβόλα ή αφήνονται να ολισθήσουν) και εκρήγνυνται σε ένα καθορισμένο βάθος (με σύστημα υπολογισμένης υδροστατικής πίεσης) ή σε μικρή απόσταση από τον στόχο, χάρη σε ένα ηλεκτρομαγνητικό σύστημα ή εξ επαφής.
* * *
και μπόμπα, η
1. κοίλο βλήμα, το οποίο περιέχει εκρηκτικό ή εμπρηστικό υλικό καθώς και κατάλληλο μηχανισμό πυροδότησης
2. «βόμβα κοβαλτίου» — διάταξη που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία καρκινικών όγκων
3. «ατομική βόμβα» — όπλο με μεγάλη εκρηκτική ισχύ που προέρχεται από στιγμιαία απελευθέρωση ενέργειας κατά τη σχάση του πυρήνα ορισμένων βαρέων στοιχείων
4. «βόμβα υδρογόνου» ή «υδρογονική βόμβα» — βόμβα στην οποία η στιγμιαία απελευθέρωση ενέργειας στηρίζεται σε θερμοπυρηνικές αντιδράσεις σύντηξης ελαφρών στοιχείων
5. «βόμβα εμπρηστική» — βόμβα που προορίζεται να προκαλέσει πυρκαγιά
6. «βόμβα Μολότωφ» ή «κοκτέιλ Μολότωφ» — αυτοσχέδιος εκρηκτικός και εμπρηστικός μηχανισμός μέσα σε μπουκάλι
7. «βόμβα ηφαιστειακή» — αστερεοποίητο, ηφαιστειακό υλικό με διάμετρο μεγαλύτερη από 32 χιλιοστόμετρα
8. φρ. α) «μου ήρθε σαν μπόμπα» — το έμαθα ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω
β) «έπεσε σαν μπόμπα» ή «έσκασε σαν βόμβα» — μια είδηση έγινε γνωστή ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bomba
η απόδοση με β- (αντί μπόμπα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό» — hyperurbanismus), δηλ. σε εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως
πρβλ. και μοδέρνος αντί μοντέρνος, μοδέλο αντί μοντέλο κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βόμβα — η 1. μεγάλο σφαιρικό βλήμα γεμάτο εκρηκτικές ύλες, μπόμπα: Η γέφυρα ανατινάχτηκε από βόμβες του εχθρού. 2. φρ., «Έπεσε σαν βόμβα», για κάτι που συνέβη ξαφνικά και προκαλεί κατάπληξη, σάλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατομική βόμβα — Καταστροφικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιεί την ενέργεια που παράγεται από μια πυρηνική αντίδραση. Συνήθως ο όρος α.β. αναφέρεται στις βόμβες που χρησιμοποιούν ενέργεια της σχάσης (λεγόμενες βόμβες Α), ενώ οι βόμβες που χρησιμοποιούν την ενέργεια… …   Dictionary of Greek

  • μόλοτοφ βόμβα — η αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, που αποτελείται από φιάλη πλήρη με εύφλεκτο υλικό και από πυροκροτητή ο οποίος αναφλέγεται μετά τη ρίψη και θραύση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. molotov (cocktail) από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

  • νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… …   Dictionary of Greek

  • υδρογονοβόμβα — Εκρηκτική βόμβα με μεγάλη καταστρεπτική ενέργεια. Η δράση της στηρίζεται σε θερμοπυρηνική αντίδραση. Είναι η ισχυρότερη μέχρι σήμερα βόμβα, που δοκιμάστηκε σε στόχους μη πολεμικούς. Μετά την έκρηξη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνική σύντηξη — Αντίδραση στην οποία πυρήνες που διαθέτουν υψηλότατη ενέργεια συγκρούονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να ανακαταταγούν τα αντίστοιχα νουκλεόνιά τους (πρωτόνια και νετρόνια), σχηματίζοντας δύο ή περισσότερα προϊόντα αντίδρασης, και να… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπυρηνικός — ή, ό 1. που αναφέρεται σε πυρηνικές αντιδράσεις μεταξύ ελαφρών στοιχείων οι οποίες πραγματοποιούνται με τη χρήση πολύ υψηλών θερμοκρασιών. 2. φρ., «θερμοπυρηνική βόμβα» ή «βόμβα υδρογόνου» ή «βόμβα Η», τύπος πυρηνικού βλήματος που προκαλεί, με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βομβάρδα — Γενική ονομασία των πρώτων πυροβόλων που κατασκευάστηκαν κατά το τέλος του 14ου αι. Οι β. κατασκευάζονταν από σίδερο ή σπανιότερα από ορείχαλκο. Αποτελούνταν από ένα εμπρόσθιο μέρος, το τρομπόνι, πολύ βραχύ και μεγάλης διαμέτρου, που δεχόταν την… …   Dictionary of Greek

  • βομβοβόλο — Όπλο ή συσκευή διαφόρων τύπων για την εκτόξευση βομβών. Έως τις αρχές του Α’ Παγκoσμίου πολέμου, οι στρατοί χρησιμοποιούσαν ελαφρά εμπροσθογεμή β., που αποτελούνταν από έναν μεταλλικό σωλήνα χωρίς ραβδώσεις, κλειστό στο κατώτερο άκρο, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”